Η καρδιά πεθαίνει τελευταία

Η καρδιά πεθαίνει τελευταία - Margaret Atwood

Είναι πραγματικά δύσκολο για μένα που πρέπει να γράψω μια μέτρια κριτική για βιβλίο της Margaret AtwoodΔεδομένου ότι η κυρία Atwood είναι η βασίλισσα της δυστοπίας και  δημιουργεί πραγματικότητες βγαλμένες από εφιάλτη, το η καρδιά πεθαίνει τελευταία δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που δημιουργεί. 

Σε ένα ίσως-όχι-και-τόσο-μακρινό μέλλον, σε κάποια απροσδιόριστη πόλη των Ηνωμένων Πολιτειών, εξελίσσεται η ιaστορία του Σταν και της Σαρμέιν, ενός νεαρού ζευγαριού που έφτιαξε τη ζωή του σύμφωνα με όλους τους καθιερωμένους κανόνες. Δυο δουλειές, ένα δικό τους σπίτι, ένας χαρούμενος γάμος. Η οικονομική κρίση όμως δημιουργεί ένα σκηνικό το οποίο δε φαντάζει και τόσο εξωφρενικό: ο Σταν και η Σαρμέιν χάνουν αρχικά τις δουλειές τους, εκποιούν τα υπάρχοντά τους, χάνουν το σπίτι τους και τελικά και την ασφάλειά τους, καθώς ζουν στο αυτοκίνητό τους με τα πενιχρά έσοδα της Σαρμέιν που δουλεύει ως μπαργούμαν σε ένα μπαρ της κακιάς ώρας. Ο κόσμος έχει αποκτηνωθεί, η κοινωνία αποσαθρώνεται και η ζωή σε ένα μεταχειρισμένο Honda, απειλούμενη διαρκώς από τυχοδιώκτες, ναρκομανείς και συμμορίες μπορεί να γίνει πολύ δύσκολη. Και κάποια μέρα η Σαρμέιν βλέπει στην τηλεόραση του μπαρ μια αχτίδα φωτός: το πρωτοποριακό Σχέδιο Ποζιτρόνιο.  
Το Σχέδιο Ποζιτρόνιο είναι πρακτικά μια κλειστή κοινωνία στην πόλη Χρονοκράτηση, στην οποία (με δεσμευτικό εφόρου ζωής συμβόλαιο) παρέχεται σπίτι και έσοδα (τα οποία βέβαια έχουν ισχύ μόνο εντός του Σχεδίου) με αντάλλαγμα την οικειοθελή εργασία των κατοίκων. Με μια μικρή λεπτομέρεια: Τους μισούς μήνες του χρόνου. Τους άλλους μισούς θα τους περνούν φυλακισμένοι στη Φυλακή Ποζιτρόνιο στην οποία θα εργάζονται αφιλοκερδώς, ενώ τη θέση τους στη Χρονοκράτηση θα πάρουν οι έως πρότινος κρατούμενοι. Το Σχέδιο υπόσχεται κατοικία, ασφάλεια, καταπολέμηση της ανεργίας και βοήθεια στην επανένταξη των φυλακισμένων. Λόγω του «κλειστού» χαρακτήρα τους δεν επιτρέπεται η επαφή με τον έξω κόσμο και εντός της Χρονοκράτησης/Φυλακής υπάρχει στενή παρακολούθηση. Αλλά ταυτόχρονα παρέχονται όλα τα απαραίτητα, άνεση και ασφάλεια. Ίσως τελικά το αντίτιμο να μη φαίνεται και τόσο μεγάλο. 
Η Margaret Atwood πάντα θέτει βαριά ερωτήματα στις δυστοπίες της. Πόσα είμαστε διατεθειμένοι να παραχωρήσουμε για να διατηρήσουμε τις ανέσεις μας?  Αξίζει να θυσιάσουμε τις ελευθερίες μας για ένα σπίτι με κουρτίνες, καθαρά σεντόνια και φρέσκο φαγητό. Όπως είπε και κάποιος γνωστός μας, ποιοι θα ήμασταν χωρίς τις συνήθειές μας? Δικαιούμαστε να παρέμβουμε στην ελεύθερη βούληση, ακόμα και αν αυτός που επηρεάζεται εν τέλει είναι ευχαριστημένος? Και τελικά, τι σημαίνει ελευθερία?
Κατά σημεία με μετέφερε στο 1984 που είναι κατά τη γνώμη μου η κορυφαία πολιτική δυστοπία. Ακόμα, δίνεται τροφή για σκέψη στον τομέα της τεχνολογίας και της ηθικής, μια ιδέα που έχουμε δει πολύ πιο ανεπτυγμένη στο Όρυξ και Κρέικ της ίδιας συγγραφέως.  
Δυστυχώς το βρήκα λίγο φλύαρο. Το πρώτο μέρος πλάτειαζε αρκετά, γύρω από παρόμοια γεγονότα, ένα συνομωσιολογικό κομμάτι δεν το καλοκατάλαβα και το κομμάτι της βιοηθικής μας το έχει περάσει με πολύ πιο ισχυρό τρόπο σε άλλα έργα της. Επίσης εστίασε αρκετά στο σεξουαλικό κομμάτι, που δεν ξέρω αν ήθελε να πει κάτι που δεν το κατάλαβα, αλλά κατέλαβε αρκετά μεγάλο μέρος της πλοκής, χωρίς κατά τη γνώμη μου να προσφέρει τόσο πολύ. 
Για να καταλήξω θέλω να πω το εξής: Το πρόβλημα με τους συγγραφείς του βεληνεκούς της Margaret Atwood είναι ότι μόνοι τους τοποθετούν πολύ ψηλά τον πήχη. Όταν λοιπόν η ίδια συγγραφέας  έχει σχεδιάσει τον τεχνολογικό εφιάλτη του Maddaddam και το ζοφερό κόσμο του Handmaids Tale, η καρδιά, δεν μπορεί να φτάσει το ύψος τους. Από μόνο του, δεν είναι ένα κακό βιβλίο, απλά δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες που έχουμε οι φανατικοί της συγγραφέως.  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Το έπος της Γαιοθάλασσας

Και με το φως του λύκου επανέρχονται

Οι τελευταίες αμαζόνες